αράπης

αράπης
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο Μεσολόγγι. Μετά την Επανάσταση έμεινε στον στρατό. 3. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κρανίδι. Πολέμησε σε σπετσιώτικα πλοία και τραυματίστηκε στην εκστρατεία του Φαβιέρου στη Χίο. 4. Ζαχαρίας. Καταγόταν από τα Ψαρά. Διακρίθηκε στη ναυμαχία του Καφηρέα (1825). Μετά το τέλος του Αγώνα υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό. 5. Ιωάννης. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στον Αγώνα με το πλοίο του, το οποίο όμως βυθίστηκε, κοντά στην Εύβοια, από τον τουρκικό στόλο (1823). Σκοτώθηκε στην καταστροφή των Ψαρών. 6. Κωνσταντίνος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις, ιδίως με τον K. Κανάρη. 7. Νικόλαος. Καταγόταν από τις Σπέτσες και διακρίθηκε στη ναυμαχία της Σάμου.
* * *
ο (θηλ. αράπα και αραπίνα, αράπισσα, αράπω)
1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή
2. όποιος ανήκει στο αραβικό έθνος
3. μαύρος, μελαψός
4. δαίμονας, φύλακας θησαυρών
5. μπαμπούλας, φόβητρο για τα παιδιά
6. αυτός που τον μαύρισαν στις εκλογές, ο αποδοκιμασμένος
7. φρ. «μαύρος σαν αράπης», «καπνίζει σαν αράπης» (πολύ), «τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς» (για τον αδιόρθωτο άνθρωπο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. Arab (πρβλ. μτγν. εθνική ονομασία Άραψ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αράπης — ο πληθ. ηδες και άδες, θηλ. ισσα και ίνα 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή και ειδικότερα ο Άραβας ή ο Αιγύπτιος: Ήρθε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αραπάδες του. 2. ως προσηγορ. αράπης, ο (θηλ. α), μελαχρινός: Ο ήλιος σ έκανε αράπη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλή Αράπης — (18ος–19ος αι.).Αιθίοπας που υπηρέτησε στο σώμα των Κυνηγών της Ανατολής του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο Α. κατετάγη στον στρατό του Αλή πασά των Ιωαννίνων ως οργανωτής του πυροβολικού του, χωρίς όμως επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …   Dictionary of Greek

  • arap — ARÁP, arapi, s.m. (pop.) 1. Persoană care face parte dintr o populaţie africană negroidă; p. gener. om cu pielea şi părul de culoare neagră. 2. Arab. [var.: haráp s.m.] – Din bg. arap. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  ARÁP s. v …   Dicționar Român

  • Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • αραποσίτι — το ο αραβόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αραβόσιτος, με επίδραση του ονόματος Αράπης] …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”